- συμπαρατείνω
- ΜΑ(το μέσ.) συμπαρατείνομαιεκτείνομαι όσο και κάτι άλλο στον χώρο ή στον χρόνο (α. «διώρυχα... συμπαρατεινομένην... πάσῃ τῇ μέχρι τοῡ Τίγρητος χώρα», Ζώσ.β. «συμπαραταθῆναι τῷ βίῳ τήν μνήμην», Βασ.)αρχ.παρατείνω συγχρόνως.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + παρατείνω «απλώνω, εκτείνω, επιβραδύνω»].
Dictionary of Greek. 2013.